- ἀγκιστροφάγος
- ἀγκιστρο-φάγος, ον, ([etym.] Φᾰγεῖν)A biting the hook, Arist.HA621b1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκιστροφάγος — ἀγκιστροφάγος, ον ο αγκιστροκλέφτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + φάγος < ἔφαγον] … Dictionary of Greek
ἀγκιστροφάγος — biting the hook masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκιστροκλέφτης — ο 1. κάθε ψάρι που κόβει και καταπίνει το αγκίστρι και, ειδικότερα, κοινή ονομασία ψαριών τού γένους Βλένιος (Blennius fasciatus ή Blennius planicornis). (Οικογένεια: Blenniidae). Άλλες ονομασίες: αγκιστροφάγος, αγκουροτσάκαλος, αγκουροτσάγκαλος… … Dictionary of Greek